τανάχαλκος

τανάχαλκος
τᾰνᾰ-χαλκος, ον,
A of stretched (i.e. hammer-wrought) bronze, f.l. (prob. for ταναίχαλκον) in AP6.306 ([place name] Aristo).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τανάχαλκος — of stretched masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τανάχαλκος — και ταναίχαλκος, ον, Α 1. κατασκευασμένος από σφυρήλατο χαλκό 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «πολύχαλκος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανά χαλκος (αντί *ταναό χαλκος, με σίγηση τού ο , πρβλ. τανα ήκης) < ταναός* «επιμήκης, υψηλός» + χαλκός (πρβλ. πολύ χαλκος). Ο… …   Dictionary of Greek

  • τανάχαλκον — τανάχαλκος of stretched masc/fem acc sg τανάχαλκος of stretched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταναίχαλκος — ον, Α βλ. τανάχαλκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”